- αὔταρχος
- αὔταρχοςautocraticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αύταρχος — αὔταρχος, ον (AM) δεσποτικός, απόλυτος μσν. το αρσ. ως ουσ. κυρίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + αρχός < άρχω] … Dictionary of Greek
αὔταρχον — αὔταρχος autocratic masc/fem acc sg αὔταρχος autocratic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτάρχους — αὔταρχος autocratic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԻՇԽԱՆ — ( ) NBH 1 0862 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. αὑτοεξούσιος sui arbitrii, liber, arbitrii libertate praeditus. Անձնիշխան. տէր անձն. ինքնասէր. ազատ կամօք. *Որ ստեղծ ʼի սկզբանն զմարդն ազատ եթող եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αυταρχία — η (AM αὐταρχία) [αύταρχος] απόλυτη εξουσία, απολυταρχία … Dictionary of Greek
αυταρχώ — αὐταρχῶ ( έω) (Μ) [αύταρχος] κυβερνώ ως απόλυτος άρχοντας … Dictionary of Greek